- νέθω
- 1. γνέθω, κλώθω2. παροιμ. «νέθει, νέθ' η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος» — λέγεται για άτομα οκνηρά και ανίκανα για κάποιο έργο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νέω και νήθω (πρβλ. γνέθω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέθω — και γνέθω κάνω κλωστή το μαλλί, το βαμβάκι ή το μετάξι, αλλ. κλώθω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] … Dictionary of Greek
νέσιμο — το γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεσ τού νέθω (πρβλ. μέλλ. νέσω) + κατάλ. ιμο, πρβλ. γνέσ ιμο] … Dictionary of Greek